χαλίφης — ο (λ. αραβ.), τίτλος των διαδόχων του προφήτη Μωάμεθ στην πολιτική και θρησκευτική αρχηγία του Ισλάμ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλίφης και χαλιφάτα — (από το αραβικό χαλίφα, που σημαίνει και διάδοχος και τοποτηρητής). Τίτλος του ηγεμόνα της μουσουλμανικής κοινότητας, που δόθηκε για πρώτη φορά στον διάδοχο του Μωάμεθ Αμπού Μπακρ (632 – 634) και στους 3 ηγεμόνες που τον διαδέχτηκαν: Όμαρ (634 –… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Αβδούλ Μετζίτ — (1868 – 1944). Ο τελευταίος Τούρκος χαλίφης της Κωνσταντινούπολης. Ήταν γιος του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ και εξάδελφος του τελευταίου σουλτάνου της Τουρκίας Μωάμεθ ΣΤ’. Το 1922 αναγορεύτηκε χαλίφης Κωνσταντινούπολης. Το 1924, μετά την κατάργηση του … Dictionary of Greek
Αλ Μανσούρ — (AlMansur). Επωνυμία με την οποία είναι γνωστές κορυφαίες προσωπικότητες του αραβικού κόσμου. Α.Μ. σημαίνει ο δοξασμένος. 1. Αμπού Άμερ Μοχάμαντ αλ Μοαφέρι (939 – 1002 μ.Χ.). Στρατηγός που διακρίθηκε στους αγώνες των Αράβων εναντίον των… … Dictionary of Greek
Αλ Χάκιμ — (AlHakam). Όνομα ηγεμόνων της αραβικής εποχής. 1. Εμίρης της Κόρντομπα (796 822). Νίκησε στην αρχή τους Φράγκους και τους απώθησε πέρα από τα Πυρηναία, υποχώρησε όμως αργότερα μπροστά στον Λουδοβίκο τον Ευσεβή, o οποίος εισέβαλε στην Καταλανία… … Dictionary of Greek
Αμπντ αλ-Ραχμάν ή Αμπντ αρ-Ραχμάν — Όνομα Αράβων χαλιφών. 1. Α.α.Ρ. Α’ (731 – 788). Χαλίφης της Ισπανίας (756 788), ιδρυτής του εμιράτου των Ομεϊαδών της Κόρντομπα, γνωστός με το παρατσούκλι αλ Νταχίλ (δηλαδή ο ξενοφερμένος). Το 750 κατέφυγε στην Αφρική για να ξεφύγει από τη σφαγή… … Dictionary of Greek
Αμπούλ Αμπάς, Αμπντ Αλλάχ — (; 754). Πρώτος χαλίφης (750 54) της δυναστείας των Αββασιδών, που διαδέχτηκε τους Ομεϊάδες. Ήταν απόγονος του Αλ Αμπάλ, θείου του Μωάμεθ, από τον οποίο πήρε το όνομά της η δυναστεία των Αββασιδών. Ο Α.Α. υποστήριξε την εξέγερση ενάντια στους… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Κόρντομπα — I (Cόrdoba). Πόλη (308.072 κάτ. το 2001) της νότιας Ισπανίας στην Ανδαλουσία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (13.771 τ. χλμ., 761.657 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Γκουανταλκιβίρ. Η πόλη αποτελεί εμπορικό κέντρο, μέσω … Dictionary of Greek